θαλλός

θαλλός
Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται ουσιαστικά μορφολογική, βασίζεται ωστόσο στην ανάπτυξη που οφείλεται στα πολλαπλασιαστικά όργανα και στην παρουσία στα θαλλόφυτα των ψευδοϊστών και στα κορμόφυτα των γνήσιων ιστών. Πραγματικά, στα λεγόμενα ανώτερα φυτά υπάρχουν μορφές (π.χ. λέμνα), ο βλαστός των οποίων είναι τόσο μικρός, ώστε φαίνεται όμοιος με θ., ενώ στα θαλλόφυτα απαντώνται ενίοτε θ. βλαστόμορφοι με φυλλοειδείς επεκτάσεις, όπως συμβαίνει σε πολλά φύκη. Ωστόσο, παρά την απλή του δομή, ο θ. παρουσιάζει στα διάφορα φυτά μεγάλη ποικιλία μορφών: μονοκύτταρος στα διάτομα (βακιλλαριόφυτα), αμέμβρανος και χωρίς συγκεκριμένη μορφή στους μυξομύκητες (μυξόφυτα), αποκτά σταδιακά πληρέστερη μορφολογική διάπλαση (μορφές κυλινδρικές, φυλλοειδείς, ταινιόμορφες, ελασματοειδείς κλπ.) και γίνεται πολυκύτταρος στα φαιοφύκη, στα ροδοφύκη, στα χλωροφύκη, στους μύκητες και στους λειχήνες. Με την αύξηση του μεγέθους διευκολύνεται σε αυτούς τους οργανισμούς η πραγματοποίηση μιας ορισμένης πολικότητας, γιατί ο θ., τουλάχιστον στα φύκη, τείνει να διαφοροποιηθεί σε ένα τμήμα βάσης, εφοδιασμένο κυρίως με ριζοειδή που συγκρατούν τον οργανισμό στο υπόστρωμα, και σε ένα τμήμα, περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένο σε κεντρικό άξονα μισχόμορφο, που φέρει συχνά φυλλοειδείς διακλαδώσεις (λαμιναριίδες και φυκίδες). Αντίθετα στους μύκητες, το σύμπλεγμα των υφών (μηκύλιο), από τις οποίες σχηματίζεται ο θ., είναι μάλλον ανώμαλο και χωρίς συγκεκριμένο σχήμα, με εξαίρεση τις πιο εξελιγμένες μορφές, όπου το μηκύλιο διαμορφώνει καθορισμένες όψεις, έκδηλες στα όργανα αναπαραγωγής και στους λεγόμενους μύκητες με πίλο (μανιτάρια), στους οποίους η διαφοροποίηση των υφών επιτρέπει τον σχηματισμό ενός καρπικού σωμάτιου, όπου βρίσκονται τα αναπαραγωγικά όργανα. Τέλος, μπορεί να γίνει ιδιαίτερος λόγος για τα βρυόφυτα (φυλλόβρυα, ανθοκερωτά και ηπατικά), τα οποία, αν και έχουν θ. ή καλύτερα έναν θαλλόμορφο οργανισμό, παρουσιάζουν τάση προς διαφοροποίηση. Σε πολλά φυλλόβρυα, η διαφοροποίηση εκδηλώνεται με τον σχηματισμό νηματοειδών ριζοειδών, που εισχωρούν στο υπόστρωμα, και με τη διαμόρφωση, στον βλαστό, δύο ομόκεντρων ζωνών (περιφερειακή που εξομοιώνεται προς επιδερμίδα, κεντρική με υδροφόρους και τροφοφόρους αγωγούς που θυμίζουν αγγειώδεις δέσμες) με μηχανική και οργανική λειτουργία. Οι διαμορφώσεις αυτές προαναγγέλλουν έναν πλήρη καταμερισμό της λειτουργίας των διαφόρων οργάνων και ένα πραγματικό αγγειακό σύστημα. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, ορισμένοι επιστήμονες προτιμούν να κατατάσσουν βοτανικά τα βρυόφυτα στην κατηγορία των ατελών κορμοφύτων ή πρωτοκορμοφύτων και όχι στα θαλλόφυτα. Ο θαλλός αποτελεί το βλαστικό σώμα των κατωτέρων φυτών. Στη φωτογραφία, δείγματα θαλλού της πελτιγέρας της λευκόφαιης (λειχήνας).
* * *
ο (AM θαλλός) [θάλλω]
τρυφερό κλαδί φυτού, βλαστάρι («ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
βοτ. το φυτικό σώμα τών φυκών, τών μυκήτων και άλλων κατώτερων οργανισμών που κατατάσσονταν μέχρι προ τινος στην ομάδα θαλλόφυτα
(μσν. αρχ.) στον πληθ. οἱ θαλλοί
φύλλα φοινικιάς·||αρχ.
1. βραβείο
2. δώρο, φιλοδώρημα
3. φρ. «θαλλὸν προσείοντες ἄγουσι» — δελεάζουν με υποσχέσεις (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ενεστ. θ. θαλλ- τού θάλλω. Ως επιστ. όρος αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thallus (< αρχ. ελλ. θαλλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θαλλός — young shoot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλός — young shoot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλός — ο βλαστάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θάλλος ή Θαλλός — (1ος αι. μ.Χ.). Ιστορικός συγγραφέας. Έγραψε ιστορία της Συρίας, της οποίας διασώθηκαν αποσπάσματα …   Dictionary of Greek

  • Θάλλω — Θάλλος masc nom/voc/acc dual Θάλλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλλοῖς — Θαλλός young shoot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοῖς — θαλλός young shoot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλλοῖσι — Θαλλός young shoot masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοῖσι — θαλλός young shoot masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”